- διεστραμμένως
- διεστραμμένως, Adv., ([etym.] διαστρέφω)A perversely, LXXSi.4.17; distortedly,
τῶν ὄψεων δ. ἔχειν Hld.2.19
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῶν ὄψεων δ. ἔχειν Hld.2.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διεστραμμένως — διαστρέφω turn different ways perf part mp masc acc pl (doric) διεστραμμένως perversely indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)